- ἀστεφάνωτοι
- ἀστεφάνωτοςuncrownedmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αστεφάνωτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν του κατάθεσαν (σε κάποια τελετή) στεφάνι: Ο ανδριάντας του αγωνιστή αυτού έμεινε αστεφάνωτος. 2. αυτός που δεν παντρεύτηκε νόμιμα: Ζουν ακόμη αστεφάνωτοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)